- φαγανός
- η , ό обладающий хорошим аппетитом; прожорливый, ненасытный; любящий поесть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαγανός — ή, ό αυτός που έχει πολλή όρεξη για φαΐ και τρώει πολύ: Είναι χοντρός, γιατί είναι φαγανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαγανός — ή, ό, Ν αυτός που τρώει εύκολα το φαγητό ή την τροφή που τού δίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + κατάλ. ανός (πρβλ. τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
φαγάνα — η, Ν 1. κοινή ονομασία τού εκσκαφέα 2. μτφ. α) έμψυχο ή άψυχο που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, καυσίμων, αναλώσιμων υλικών β) άνθρωπος άπληστος και δωροδοκούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγανός, κατά τα θηλ., ενώ, κατ άλλη άποψη, από τον τ.… … Dictionary of Greek